- διηγιέμαι
- διηγιέμαι, διηγήθηκα βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διηγούμαι — και διηγιέμαι και δηγιέμαι (AM διηγούμαι, έομαι) [ηγούμαι] εξιστορώ, αφηγούμαι πραγματικό ή φανταστικό γεγονός μσν. αναφέρω νεοελλ. φρ. α) «εγώ στον πόλεμο και συ δηγάσαι» γι αυτούς που λένε ανακρίβειες μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες β) «που… … Dictionary of Greek
διηγούμαι — διηγούμαι, διηγήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. διηγιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διηγούμαι — και διηγιέμαι διηγήθηκα, αφηγούμαι κάτι πραγματικό ή φανταστικό, εξιστορώ: Κάθε βράδυ η γιαγιά διηγείται στα εγγόνια μια ιστορία απ’ τη ζωή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)